Ξεκίνησα μαθήματα ζωγραφικής στη Δράμα, όταν ήμουν 9 ή 10 ετών με την κ. Στέλλα, μια δασκάλα που ζωγράφιζε καταπληκτικά. Το πιο εντυπωσιακό ήταν πως το αριστερό της χέρι ήταν ανάπηρο, όμως το δεξί της είχε συγκεντρώσει πάνω του όλη τη δεξιοτεχνία ενός αληθινού καλλιτέχνη.
Στα μαθήματα δουλεύαμε κυρίως με ξηρά παστέλ και δημιουργούσαμε τοπία. Δεν θυμάμαι αν υπήρχαν συγκεκριμένα θέματα, αλλά σίγουρα υπήρχαν στιγμές όπου μας έδειχνε τεχνικές – πώς να φτιάξουμε πρόσωπα ή μια νεκρή φύση. Οι ώρες που περνούσα εκεί ήταν από τις πιο όμορφες της εβδομάδας και ανυπομονούσα να έρθει η μέρα του μαθήματος!
Ήμουν από τις καλές μαθήτριες και μάλιστα, σε έναν διαγωνισμό πορτρέτου, πήρα την πρώτη θέση με το σκίτσο ενός συμμαθητή μου, του Αλμπέρτο. Χρόνια αργότερα, όταν ξανασυναντηθήκαμε μέσω μιας κοινής παρέας, του το έδειξα με μεγάλη ικανοποίηση!
Μια άλλη δυνατή ανάμνηση είναι τα μαθήματα μαζί με τη συμμαθήτριά μου, την Ολυμπία, η οποία ζωγράφιζε εξαιρετικά. Ήταν συγγενής του Τάσου, συμμαθητή μου από το σχολείο και το ταλέντο της ήταν αδιαμφισβήτητο. Θυμάμαι μια φορά που ζωγραφίζαμε την άνοιξη και θαύμαζα τόσο πολύ την κοπέλα που είχε φτιάξει στο λιβάδι, που προσπάθησα να τη μιμηθώ. Η δική μου προσπάθεια δεν είχε το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά η διαδικασία ήταν πολύτιμη.
Από τις δημιουργίες μου, θυμάμαι έντονα πως ο κλόουν δεν μου άρεσε καθόλου – μου προκαλούσε μια αίσθηση φόβου και δυσφορίας. Αντίθετα, αγαπούσα να ζωγραφίζω άλλους πολιτισμούς και τοπία, όπως τη γυναίκα με το παιδί από την Αφρική ή το Μαρόκο. Μέσα από αυτές τις εικόνες, ένιωθα πως ταξίδευα μαζί τους – ίσως ένας πρώτος οιωνός της μετέπειτα αγάπης μου για τα ταξίδια και κυρίως για την αφρικανική ήπειρο.
Ξαναβλέποντας τις ζωγραφιές μου μετά από τόσα χρόνια, καταλαβαίνω ακόμα καλύτερα τον εαυτό μου. Διακρίνω τις ρίζες όσων με καθόρισαν και συνειδητοποιώ ότι οι σπόροι για να γίνω εικαστική θεραπεύτρια είχαν ήδη φυτευτεί από το 1987…